- περηφάνια
- η1. αξιοπρέπεια, καμάρι.2. αλαζονεία, ακαταδεξιά, υπεροψία, έπαρση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
περηφάνια — η, ΝΜ [περήφανος] η υπερηφάνεια, η ιδιότητα ή η εκδήλωση τού περήφανου, ηθική στάση που απορρέει από την πίστη και την αγάπη στον εαυτό μας ή σε κάτι που έχει σχέση με αυτόν και εκδηλώνεται ως αξιοπρέπεια και υψηλοφροσύνη ή, όταν είναι υπερβολική … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
αίρω — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * (Α αἴρω και ποιητ. ἀείρω) 1. σηκώνω, υψώνω 2. σηκώνω κάτι και τό κρατώ… … Dictionary of Greek
ακαταδεξία — η και ακαταδεξιά, η [ακατάδεκτος] περηφάνια, υπεροψία … Dictionary of Greek
δευτερώνω — (AM δευτερῶ, όω) 1. κάνω κάτι δεύτερη φορά, επαναλαμβάνω 2. γίνομαι δεύτερη φορά, επαναλαμβάνομαι («θα δευτερώσει το κακό», «τοῡ δευτερῶσαι τὸ ἐνύπνιον φαραὼ δίς») νεοελλ. 1. οργώνω δεύτερη φορά, δευτερίζω 2. αφήνω τον αντίπαλο δεύτερο, τόν… … Dictionary of Greek
εγωισμός — ο 1. υπερβολική αγάπη κάποιου για τον εαυτό του, φιλαυτία 2. προσωπική φιλοτιμία 3. περηφάνια. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. egoisme < λατ. ego)] … Dictionary of Greek
εντρύφημα — το (AM ἐντρύφημα) 1. αυτό που προσφέρει τέρψη, ηδονή αρχ. 1. ηδονή, απόλαυση, ευχαρίστηση («ἡ δημιουργηθεῑσα κτίσις, τὸ κοινὸν ἐντρύφημα», Γρηγ Ναζ.) 2. (για πρόσ.) καμάρι, χαρά, περηφάνια («οὗτοι, το ἐμὸν ἀγαθὸν ἐντρύφημα», Γρηγ. Ναζ.) … Dictionary of Greek
κρυφοκαμάρωμα — το [κρυφοκαμαρώνω] καμάρι, περηφάνια, θαυμασμός που νιώθει κάποιος κρυφά, χωρίς να τό δείχνει … Dictionary of Greek
κρυφοπερηφάνεια — η κρυφό καμάρι, ενδόμυχη περηφάνια … Dictionary of Greek
μεγάλαυχος — η, ο (ΑM μεγάλαυχος, ον) αυτός που καυχιέται πολύ, κομπαστής, αλαζόνας μσν. αυτός που γίνεται για να καυχηθεί κάποιος («ἡ μεγάλαυχος τῶν κατωρθωμένων κατέκρινεν ἀπαρίθμησις», Σάθ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεγάλαυχον η μεγαλαυχια. επίρρ...… … Dictionary of Greek